- απάνθρωπος
- -η, -οεπίρρ. -α σκληρός, άσπλαχνος: Το φέρσιμό του ήταν απάνθρωπο ακόμη και στους ίδιους τους γονείς του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπάνθρωπος — far from man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάνθρωπος — η, ο (για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος 2. αντικοινωνικός … Dictionary of Greek
ἀπανθρωπότερον — ἀπάνθρωπος far from man adverbial comp ἀπάνθρωπος far from man masc acc comp sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτων — ἀπάνθρωπος far from man fem gen superl pl ἀπάνθρωπος far from man masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωπότατα — ἀπάνθρωπος far from man adverbial superl ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωπότατον — ἀπάνθρωπος far from man masc acc superl sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρώπως — ἀπάνθρωπος far from man adverbial ἀπάνθρωπος far from man masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάνθρωπον — ἀπάνθρωπος far from man masc/fem acc sg ἀπάνθρωπος far from man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτη — ἀπάνθρωπος far from man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπανθρωποτάτην — ἀπάνθρωπος far from man fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)